μιλιμέτρ

μιλιμέτρ
το
μετρολ. μονάδα μήκους, με σύμβολο mm, που είναι γνωστή και ως χιλιοστόμετρο και είναι ίση προς το ένα χιλιοστό τού μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μίλι- — μετρολ. πρόθεμα τού διεθνούς συστήματος μονάδων που υποδηλώνει το ένα χιλιοστό τής μονάδας, μπροστά από την οποία τοποθετείται και έχει σύμβολο m. Ανάγεται σε λατ. milli (< λατ. mille, «χίλιοι, χίλια». Όλοι αυτοί οι τ. τού διεθνούς συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • μιλλιμέτρ — το βλ. μιλιμέτρ …   Dictionary of Greek

  • χιλιοστόμετρο — το, Ν μετρολ. μετρική μονάδα μήκους ίση προς το ένα χιλιοστό τού μέτρου, κν. μιλιμέτρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. millimeter < milli (βλ. μιλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το χιλιοστό , + meter (< μέτρο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”